πολυπληθοῦς

πολυπληθοῦς
πολυπληθής
very numerous
masc/fem/neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σαλιάρα — Η πιο συνηθισμένη από τις κοινές ονομασίες τελεόστεων ψαριών του γένους βλέννιος της οικογένειας των Βλενιιδών. Περιλαμβάνει πολλά είδη μικρών ψαριών που ζουν στις ακτές, από τις αρκτικές και ανταρκτικές περιοχές ως τις τροπικές. Το σώμα τους… …   Dictionary of Greek

  • τόρτριξ — ο, Ν ζωολ. α) γένος λεπιδόπτερων εντόμων, τυπικός εκπρόσωπος τής πολυπληθούς οικογένειας τορτρικίδες, με 4.500 περίπου ευρέως διαδεδομένα είδη, τών οποίων οι φυτοπαρασιτικές προνύμφες προσβάλλουν πολλά δένδρα και θάμνους προκαλώντας συχνά σοβαρές …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”